Ανδρέας Πολυζωγόπουλος: Από το Σαμικό Ηλείας στα ευρωπαϊκά σαλόνια της τζαζ
«Το πιο όμορφο, το πιο σπάνιο, είναι να παίζεις με άλλους, ανθρώπους από άλλους πολιτισμούς. Έπαιξα με τον Ψαραντώνη. Μεγαλείο. Μπορεί να παίζει μια νότα, αυτή όμως σε αγγίζει βαθιά. Άλλοι μπορεί να παίζουν με απίστευτη τεχνική, αλλά είναι αδιάφοροι, σε κουράζουν»
Του Ιλάν
Είναι ένα παιδί από την επαρχία που κατάφερε να ταιριάξει στο χάος των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, ένας ροκάς που κατακτήθηκε από την τζαζ. Η πρώτη του μουσική ανάμνηση ήταν από ένα παλιό ραδιόφωνο στο χωριό, το «Για το καλό μου» του Μηλιώκα.
Το καλοκαίρι, στα πανηγύρια, άκουγε Έφη Θώδη και κλαρίνα. Οι φίλοι του στη γενέτειρα του, το μικρό Σαμικό της επαρχίας Ολυμπίας, στον νομό Ηλείας, άκουγαν λαϊκά και techno, αλλά ο ίδιος ανακάλυψε τα ροκ γκρουπ της δεκαετίας του 1970 απ’ τη δισκοθήκη του θείου του, μουσικού παραγωγού στο Ράδιο Κρέστενα. Pink Floyd, Deep Purple, The Who, Scorpions. Μερικές φορές ένιωθε σαν να ζει μόνος του, σε μιαν άλλη εποχή. Για μουσική μιλούσε μόνο με μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους.
Στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας του αναζητάει διεξόδους. Στη Δευτέρα Λυκείου μαζί με τον πατέρα του φτάνει στην Αθήνα για να ξεφύγει κι αυτός από την τοπική κοινωνία και ο Ανδρέας να έχει καλύτερα φροντιστήρια για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Τότε ήδη γρατζούναγε την κιθάρα του, είχε κάνει και λίγα μαθήματα κλασικής στο χωριό. Στο σχολείο, στο 2ο Λύκειο του Βύρωνα, άρχισε να παίζει σε ένα γκρουπ. Εξάρχεια, ΑΝ Club, Σιδηρόπουλος, Πουλικάκος, Φροντιστήριο «Ηράκλειτος»…
Αποφασίζει να μην δώσει Πανελλήνιες, καθώς καμία σχολή δεν του αρέσει πραγματικά, και να γραφτεί στο Ωδείο του Νάκα για να μάθει κιθάρα. Και τότε γίνεται ο χαμός! Ο πατέρας του τρελαίνεται, η μάνα τού ρίχνει τις ευθύνες: «Πήρες το παιδί στην Αθήνα και το κατέστρεψες». Στο ωδείο μαθαίνει κιθάρα ροκ, μπλουζ, μετά αρχίζει μαθήματα με τον Γιώτη Σαμαρά κι ανοίγει την πόρτα στην τζαζ.
Ο Miles και η τρομπέτα του
Μετά το σχολείο κάνει εξωτερικές δουλειές με το μηχανάκι για έναν τοπογράφο και δουλεύει για έναν φωτογράφο. Του αρέσει πολύ η φωτογραφία και κάνει σκέψεις να ασχοληθεί σοβαρά μ’ αυτή. Παράλληλα ήταν και σε μια θεατρική ομάδα, ενώ έκανε κάποια μαθήματα προετοιμασίας για τη Σχολή Καλών Τεχνών, μέχρι που μια μέρα άκουσε τυχαία τον Miles να παίζει το “It Never Entered My Mind”. Ο ήχος του ήταν τόσο γλυκός… Όλα άλλαξαν μέσα του.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει καν ότι ήταν τρομπέτα. Στα αυτιά του είχε τον ήχο του κακόηχου οργάνου των εμβατηρίων. Την επόμενη μέρα βρίσκεται σε μια φιλαρμονική με μια τρομπέτα, προσπαθώντας να βγάλει ήχο σωστό απ’ αυτό το δύστροπο χάλκινο όργανο.
Όταν άρχισε να ακούει τζαζ, ο πρώτος δίσκος ήταν το «Page One» του Joe Henderson. Δεν του άρεσε. Η εισαγωγή του σε αυτή έγινε ουσιαστικά μέσω του Τάκη Μπαρμπέρη, γιατί είχε ροκ και τζαζ στοιχεία, αυτά γούσταρε όταν έπαιζε κιθάρα. Ο Τάκης βοήθησε τη μετάβασή του από το ροκ και το μπλουζ στην τζαζ.
Το καλοκαίρι του 2000, κάτω από την πίεση του πατέρα του, σπουδάζει σε ένα ΙΕΚ μηχανικός αυτοκινήτων. Και τότε γίνεται κάτι μαγικό. Ένας φίλος τού λέει: «Θα πάμε με φίλους στη Δανία να μαζέψουμε φράουλες, έλα!». Ένα απίστευτο ταξίδι. Κόσμος από παντού. Βραζιλιάνοι, Ευρωπαίοι, Ασιάτες. Οι αγροτικές δουλειές πλήρωναν καλά, ένα εκατομμύριο δραχμές τον μήνα. Ζούσαν όλοι μαζί σε αντίσκηνα και μαγείρευαν παρέα, σαν σ’ ένα κοινόβιο.
Οπότε πήρε την απόφαση: σταμάτησε το ΙΕΚ και αφοσιώθηκε στην τρομπέτα. Δυο χρόνια μετά πήγε στην Ολλανδία. Βρίσκει έναν καλό δάσκαλο. Τον πήρε στη μέση της χρονιάς. Ο Ανδρέας δούλεψε ακούραστα για πέντε χρόνια.
Ευρωπαϊκές συναντήσεις
Άνθρωποι που πάντα ήθελε να συναντήσει φεύγοντας από την Ελλάδα ήταν ο Markus Stockhausen και ο Paolo Fresu από την ευρωπαϊκή τζαζ σκηνή. Τον είχαν επηρεάσει πολύ. Προσπάθησε να σταματήσει να ακούει τον Fresu για να μην παρασύρεται. Δεν τα κατάφερε. Από τότε έχει παίξει με πολλούς. Tore Brunborg στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Michel Portal στο Μέγαρο, Gunther “Baby” Sommer κ.λπ. κ.λπ.
Με Ευρωπαίους ονειρευόταν πάντα να παίξει. Όμως την ορχήστρα των ονείρων του τη σχηματίζουν Αμερικανοί: ο κιθαρίστας Bill Frisell και οι Paul Motian στα τύμπανα και ο Charlie Haden στο ακουστικό μπάσο. Αλλά με τους Ευρωπαίους ο Ανδρέας αισθάνεται αισθητικά πιο κοντά. Συναντάει τον Νορβηγό τρομπετίστα Nils Petter Molvær, τον Γάλλο Erik Truffaz, τον Ιταλό Enrico Rava. Στο Παρίσι, όταν είδε τον Rava, του είπε κάτι που εννοεί: «Εσείς, ο Paolo, ο Nils, μου είστε τόσο σημαντικοί όσο και ο Chet ή ο Miles».
Βρεγμένο χώμα…
Στην απορία μου πώς συνθέτει τη μουσική του, πώς γίνεται η μετάβαση από το αρχικό συναίσθημα που πυροδοτεί την έμπνευση, στη διαδικασία της δημιουργίας, ο Ανδρέας μου εξηγεί:
«Εμπνέομαι από τη φύση, την αγάπη, τη νοσταλγία, τον πόνο, την έλλειψη κάποιου προσώπου, τη δυστυχία. Όποια στιγμή με επηρεάζει σαν άνθρωπο, επηρεάζει και τη μουσική μου ενώ η έμπνευση αποφασίζει αυτόνομα πότε θα μου χτυπήσει την πόρτα. Πολλές φορές απλά κάθομαι στο πιάνο ή γρατζουνάω την κιθάρα μου και οι ιδέες έρχονται. Άλλες φορές τραγουδάω μια μελωδία. Κάποιες απ’ αυτές γίνονται τελικά ολοκληρωμένα κομμάτια, άλλες τις παρατάω».
Και συνεχίζει:
«Οδηγώντας με τη μηχανή σήμερα, μύριζα το βρεγμένο χώμα. Ο τρόπος με τον οποίο θα παίξω μουσική αργότερα θα έχει κάτι το διαφορετικό. Θα έχει μέσα του και αυτή τη συγκεκριμένη μυρωδιά, κι αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει: θέλω να κάνω έναν δίσκο με μυρωδιές. Μου αρέσει η ελευθερία που σου δίνει η προσωρινότητα στην τζαζ».
…και δίσκοι
Από τα πρώτα του βήματα ο Ανδρέας έδειξε ότι ξεχωρίζει. Το 2008 ηχογράφησε το πρώτο άλμπουμ, το “Perfumed Dreams” με το Poly Quartet, και κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό Motives for Jazz του Βελγίου. Το 2010 θα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ορχήστρας Τζαζ Νέων. Από τότε έχει ηχογραφήσει τέσσερα προσωπικά άλμπουμ και συμμετείχε σε δεκάδες ηχογραφήσεις.
Έχει συνεργαστεί με τους Jaques Morelembaum, Tony Lakatos, Mode Plagal, Ψαραντώνη, Σαβίνα Γιαννάτου, Μαρία Φαραντούρη, Dulce Pontes, Γιώργο Κοντραφούρη, Βασίλη Ρακόπουλο, Δημήτρη Καλαντζή, Βαγγέλη Κατσούλη, Θανάση Παπακωνσταντίνου και μύριους άλλους.
Χαρακτηριστικό του είναι η αέναη αναζήτηση του καινούργιου, χωρίς τον φόβο του ρίσκου. Μια ματιά στη δισκογραφία του μαρτυράει κάτι τέτοιο, με το αφιέρωμα στους Pink Floyd να το ακολουθεί το ambient “One Inch of Love” των Polypala, της σίγουρα όχι αμελητέας συνάντησής του με τον πολύπλευρο Γιώργο Παλαμιώτη, όπου δίπλα στη δική του τρομπέτα, το φλούγκελχορν και τα ηλεκτρονικά ο Γιώργος συνεισφέρει με το ατμοσφαιρικό ηλεκτρικό space bass του και τα ηχητικά του ηχοτοπία.
Ένα απόγευμα στη Λαγκάδα, στην Αμοργό, το φως στη Νικουριά, το ηλιοβασίλεμα, η σκιά των πεύκων στην Ακαδημία του Πλάτωνα ή τα αιωνόβια δέντρα του ιερού βουνού Τακάο λίγο έξω από το Τόκιο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις.
Anicca, η προσωρινότητα
Το “Anicca”, το title track του σχετικά πρόσφατου άλμπουμ του, το έγραψε μέσα σε ένα απόγευμα. Ο δίσκος γεννήθηκε εντελώς αυθόρμητα. Συνήθως ο Ανδρέας σκέφτεται κάτι κι αυτό γίνεται ένα κομμάτι, φιλτραρισμένο μέσα απ’ την ιδέα της προσωρινότητας.
Η εμπειρία που είχε από ένα σεμινάριο διαλογισμού της Vipassanā χάρισε στον δίσκο “Anicca” το διαλογιστικό του στοιχείο. Ήθελε ο τρόπος με τον οποίο έβαλε τα κομμάτια στη σειρά να μπορεί να ακουστεί σαν το soundtrack της ενδοσκόπησης ενός ακροατή. Στα κομμάτια που γράφει τώρα δοκιμάζει συχνά μια συγχορδία και τότε σκέφτεται: «Όχι, αυτό δεν μυρίζει σαν βρεγμένο χώμα».
Μετακόμιση ή φυγή;
Στην Ελλάδα μπορείς να είσαι πολύ εύκολα ευτυχισμένος αν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου. Ο καιρός, ο ήλιος, το φαγητό, οι φίλοι είναι μαγνήτης. Αν όμως θέλεις να παίξεις τη μουσική σου σε όλο τον κόσμο, είναι σχεδόν αδύνατον να συμβεί εδώ. Όταν ο κιθαρίστας των Noir Désir τον άκουσε να παίζει σε ένα προάστιο του Παρισιού, του πρότεινε να έρθει στη θέση του τρομπετίστα Ibrahim Maalouf, που είχε πολλές άλλες υποχρεώσεις εκείνη την περίοδο. «Αυτό λείπει στην Ελλάδα: η ευκαιρία» αναλογίζεται.
«Το πιο όμορφο, το πιο σπάνιο, είναι να παίζεις με άλλους, ανθρώπους από άλλους πολιτισμούς. Έπαιξα με τον Ψαραντώνη. Μεγαλείο. Μπορεί να παίζει μια νότα, αυτή όμως σε αγγίζει βαθιά. Άλλοι μπορεί να παίζουν με απίστευτη τεχνική, αλλά είναι αδιάφοροι, σε κουράζουν» έλεγε ένα βράδυ του Νοέμβρη του 2017 καλεσμένος μου στο ραδιόφωνο.
Τα τελευταία χρόνια ο Ανδρέας ζει την δική του τζαζ Οδύσσεια, η οποία σίγουρα δεν είναι μια «φυγή». Τον οδηγεί η ανάγκη του να γνωρίσει διαφορετικές μουσικές σκηνές, μουσικούς και κουλτούρες, να βρει ποια του ταιριάζει. Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ολλανδία, έζησε για δύο μόνο μήνες στη Νέα Υόρκη. Σύντομα κατάλαβε πως δεν ήταν αυτό που ψάχνει. Πως, αισθητικά και καλλιτεχνικά, στην ευρωπαϊκή σκηνή ανήκει.
Ένας χειμώνας στην Ιταλία, μαθήματα με τον Stefano Bataglia στη Σιένα και μετά στο Παρίσι για δύο χρόνια. Για κάποιους μήνες στην Κοπεγχάγη και μετά, ανάμεσα στο 2016 και το 2017, Λονδίνο – Παρίσι – Λονδίνο – Ελλάδα. Του πέρασε απ’ το μυαλό να «αράξει» εδώ. Να ηρεμήσει.
Ένας μακρύς καφές και μια εκ βαθέων κουβέντα με τον φίλο πια Enrico Rava για τις προοπτικές της τζαζ στην Ελλάδα τον ώθησε πάλι να φύγει. Μια “Residence” στην “Cite des Arts”, ένα σύμπλεγμα κτηρίων στο κέντρο του Παρισιού, όπου ζουν και δουλεύουν εκατοντάδες καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο -μια φοβερή εμπειρία-, τον κράτησε για ένα χρόνο εκεί, να πίνει τον καφέ του κάθε πρωί στις όχθες του Σηκουάνα. Ώσπου, το 2019, γνώρισε τις Βρυξέλλες.
Αθήνα – Βρυξέλλες – Παρίσι
Η πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία πολλοί θεωρούν μια πόλη βαρετή, είναι γεμάτη από καλλιτεχνικά δρώμενα και αφοσιωμένους μουσικούς μιας εντυπωσιακά καλής και ιδιαίτερης αισθητικής τζαζ σκηνής που γέννησε τον αξέχαστο master της τζαζ φυσαρμόνικας Toots Thielemans ή τον συνεργάτη του Chet Baker κιθαρίστα Philip Catherine. Απέχει μόλις 80 λεπτά με το τρένο από το Παρίσι, ενώ στην Κολωνία φτάνει κάποιος σε δύο ώρες. Όλη η Ευρώπη είναι στα πόδια σου.
Με τον πιανίστα Diedrik Wissels, τον οποίο γνώρισε από τους δίσκους του με τον Fresu, συνεργάζεται σταθερά από πέρυσι σε ένα ντουέτο που θα ηχογραφηθεί το καλοκαίρι και ένα κουαρτέτο με τον καταπληκτικό Νορβηγό περκασιονίστα Helge Norbakken, που ήδη ηχογραφήθηκε. Οι αναμενόμενες συναυλίες τους στο Half Note και στη Ζάκυνθο (με τον Diedrik) τον Απρίλιο ακυρώθηκαν.
Σήμερα ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος επιστρέφει συχνά στην Ελλάδα, άλλοτε για επτά, άλλοτε για δέκα ημέρες γεμάτες συναυλίες και άπειρες συχνά ετερογενείς συνεργασίες. Στην απορία μου πόσο εύκολο είναι αυτό η απάντησή του ήταν: «Ρωτήσανε κάποτε τη σαρανταποδαρούσα με ποιο πόδι ξεκινάει όταν περπατάει. Με το που το σκέφτηκε, δεν ξαναπερπάτησε ποτέ!».
avgi.gr