Ελληνες γιατροί στη Γερμανία: Αυτά συμβαίνουν εδώ – Στην Ελλάδα είναι αλλιώς
«Από που είσαι» είναι η πρώτη ερώτηση των Γερμανών ασθενών κάθε φορά που άκουγαν τους γιατρούς να μιλούν γερμανικά με μεσογειακή προφορά και όχι με την γνωστή μπάσα βαυαρική φωνή και μόλις… σιγουρεύονταν ότι ήταν Έλληνες επανέρχονταν, αισθανόμενοι την ανάγκη να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. «Ευχαριστούμε Ελλάδα. Θα κάνουμε διακοπές στη χώρα σας. Θα τα πούμε το καλοκαίρι» είναι ένα από τα πολλά μηνύματα και στιχομυθίες κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου κύματος της πανδημίας μεταξύ Γερμανών ασθενών-μόλις ανάρωναν από τον κορονοϊό-και Ελλήνων γιατρών που μετανάστευσαν στη Γερμμανία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Με την επιδημιολογική κατάστασης στη Γερμανία να «χτυπάει» κόκκινο καταγράφοντας σταθερά πάνω από 10.000 κρoύσματα καθημερινά, το σύστημα πιέζεται αλλά δείχνει να αντέχει προς το παρόν. Για τα μυστικά αυτού του ανθεκτικού συστήματος υγείας μιλούν στο ethnos.gr η Μαρία Σίκα, η Βιβή Κατάνα και ο Αλέξης Θεοδώρου.
Και οι τρεις σπούδασαν ιατρική στα ελληνικά πανεπιστήμια, έκαναν τα πρώτα βήματα στα νοσοκομεία της χώρας μας, γρήγορα, όμως, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Γερμανία. Πολεμούν τον κορονοϊό και είναι τρεις από τους συνολικά περίπου 4.000 Έλληνες γιατρούς που κουράρουν ασθενείς στην Γερμανία και δίνουν νυχθημερόν αγώνα δρόμου για να μείνει όρθιο το γερμανικό σύστημα υγείας.
Μαρία Σίκα: «Δεν υπάρχει περίπτωση να διασωληνωθεί ασθενής και να μην είναι σε κρεβάτι ΜΕΘ. Eίναι αδιανόητο»
Η πόλη Ντούιμπουργκ που εργάζεται η γιατρός Μαρία Σίκα έχει γύρω στους 500.000 κατοίκους και διαθέτει 14 νοσοκομεία. Την ίδια ώρα η Αθήνα έχει 5 εκατ. πληθυσμό και έχει ίδιο αριθμό δημόσιων νοσοκομείων (12-14). «Η Γερμανία έχει μεγαλύτερες εφεδρείες σε κλίνες και γιατρούς. Αυτό είναι μια τεράστια διαφορά. Οι Γερμανοί δεν έκαναν θαύματα σε σχέση με τους Έλληνες στη διαχείριση της πανδημίας αλλά υπάρχει απόθεμα. Δεν «φρακάρει» τόσο εύκολα το σύστημα στη Γερμανία. Ναι μεν ο όγκος είναι πολύ μεγάλος αλλά στη Γερμανία υπάρχει πολύ στιβαρό σύστημα υγείας που δύσκολα καταρρέει. Ακριβώς για αυτό δεν υπάρχει η ανάγκη να λειτουργεί η Γερμανία με νοσοκομεία αναφοράς όπως η Ελλάδα. Κάθε νοσοκομείο στην Γερμανία έχει παραχωρήσει μία – δύο κλινικές για να νοσηλεύει περιστατικά κορονοϊού» λέει η 27χρονη γιατρός που μετακόμισε το περασμένο καλοκαίρι στο Ντίσελντορφ, λίγο πριν ξεσπάσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας . Τους τελευταίους 9 μήνες εργάζεται ως παθολόγος στο Helios Homberg στο Ντούιμπουργκ.
Ωστόσο, αν και η κατάσταση δυσκολεύει και τα κρεβάτια γεμίζουν καθημερινά, η κατάσταση αντιμετωπίζεται. «Μπορεί να μην βρεθεί κρεβάτι στο νοσοκομείο σου ή στο διπλανό αλλά θα βρεθεί. Δεν έχω βιώσει κατάσταση που να χρειαστείς να διασωληνώσεις κάποιον και να μην βρίσκεις κρεβάτι ΜΕΘ εντός μισής ώρας είτε στο νοσοκομείο σου, είτε σε γειτονικό. Αυτό είναι αδιανόητο». Διαφορά, όμως, υπάρχει και στη διαχείριση περιστατικών κορονοϊού.
Στην Γερμανία αντιμετωπίζονται αποκλειστικά από παθολόγους, πνευμονολόγους και εντατικολόγους σε αντίθεση με την Ελλάδα που έχουν ριχτεί στη μάχη και άλλες χειρουργικές ειδικότητες λόγω έλλειψης προσωπικού. Συγκρίνοντας τα δύο lockdown σε Ελλάδα και Γερμανία τόνισε ότι στη χώρα μας ήταν πολύ πιο σκληρό. Στην Γερμανία το λιανεμπόριο άνοιξε δύο σχεδόν μήνες νωρίτερα από την Ελλάδα και το εμπόριο έκλεισε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Παράλληλα δεν υπήρχε περιορισμός κυκλοφορίας σε αντίθεση με την χώρα μας. «Στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο σκληρό το lockdown».
Πολλές υπερωρίες πάνε υπέρ… πίστεως στην Ελλάδα
Η 27χρονη αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα και να αφήσει το Αμαλία Φλέμινγκ στην Αθήνα όταν ξεκίνησε την ειδικότητά της στην παθολογία και άρχισε να διαπιστώνει «από μέσα», όπως λέει, τις συνθήκες του ΕΣΥ. Οι καλύτερες συνθήκες εργασίας όπως τα πιο σταθερά ωράρια, το πιο καλό και οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης, οι δυνατότητες εξέλιξης, η αξιοκρατία αλλά και οι καλύτερες (τριπλάσιες) απολαβές σε σχέση με την ΕΣΥ που προσφέρουν τα γερμανικά νοσοκομεία έγειραν την πλάστιγγα υπέρ τους.
«Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους ειδικευόμενους είναι ότι στην Ελλάδα δεν παίρνουν τα ρεπό τους. Κάνουν την 24ωρη εφημερία τους και τις περισσότερες φορές την επόμενη μέρα λόγω φόρτου εργασίας και έλλειψης γιατρών δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους. Πρέπει να δουλέψουν ακόμη ένα 8ωρο και παραπάνω για να καλυφθούν οι ανάγκες τις κλινικής. Πολλές υπερωρίες πηγαίνουν υπέρ πίστεως. Δεν αποζημιώνονται. Αντίθετα στην Γερμανία και να θέλεις να μείνεις παραπάνω, αυτό απαγορεύεται. Θα πας με το ζόρι σπίτι σου ενώ και ο γιατρός αποζημιώνεται είτε χρηματικά, είτε με παραπάνω μέρες άδεια».
Εκτός, όμως, από τις εφημερίες ο ειδικευόμενος, σύμφωνα με την ίδια δυσκολεύεται να πάρει άδεια και πολλές φορές χρειάζεται να το συζητήσει με τον διευθυντή στην Ελλάδα. Αντίθετα στη Γερμανία ο γιατρός δικαιούται 10-15 παραπάνω εργάσιμες μέρες τις οποίες δηλώνει προκαταβολικά για όλο τον χρόνο.
Άλλη μια διαφορά είναι το logbook (βιβλιάριο ειδικευόμενου) το οποίο υπάρχει τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα. «Στην Γερμανία, όμως, ισχύει σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν ακολουθείται. Κάθε χρόνο κάνεις μια κουβέντα με τον επιμελητή γιατρό για το τι έκανες, που υπολείπεσαι κτλ. Το πρόγραμμα είναι πολύ ελεύθερο. Δεν δεσμεύεται ο ειδικευόμενος με μια ειδικότητα. Μπορεί να κάνει παραπάνω από μία ειδικότητες. Μπορεί να αλλάξει στην πορεία ειδικότητα χωρίς να έχει κάποια επίπτωση σε αντίθεση με την Ελλάδα». Αν και το χάσμα μεταξύ των δύο υγειονομικών συστημάτων δεν μπορεί να καλυφθεί εύκολα, όπως λέει, μελλοντικά λίγοι είναι οι γιατροί που θέλουν να μείνουν μόνιμα στην Γερμανία. Και η ίδια θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Βιβή Κατάνα: Δεν ξέμειναν από κρεβάτια ΜΕΘ τα γερμανικά νοσοκομεία
Τον δρόμο του εξωτερικού επέλεξε πριν έξι χρόνια και η Βιβή Κατάνα. Η γιατρός από την Κοζάνη μετά τις σπουδές Ιατρικής στην Αλεξανδρούπολη και λόγω της αναμονής για ειδικότητα (δύο χρόνια αναμονή για ειδική παθολογία και περισσότερα χρόνια για ρευματολογία) άρπαξε την ευκαιρία μιας υποτροφίας για πτυχιούχους άνεργους νότιων ευρωπαϊκών χωρών και τα τελευταία πέντε χρόνια δουλεύει στην αλυσίδα νοσοκομείων Ζάννα στο Μπέκλαντ στο βόρειο προάστιο του Ντίσελντορφ.
Σε μια πόλη 500.000 – 600.000 κατοίκων με 9 νοσοκομεία και αντίστοιχες κλινικές και εντατικές (15 κρεβάτια σε καθεμία) για περιστατικά κορονοϊού η γερμανική πόλη δίνει μάχη για να σταθεί όρθια στην πανδημία. «Αν και πιέζεται το σύστημα δεν βρέθηκε στα όρια του. Ούτε υπήρξε στιγμή να μην έχουν διαθέσιμα κρεβάτια και ΜΕΘ. Δεν θα το έλεγα» είπε η κ. Κατάνα και πρόσθεσε: «Η αλήθεια είναι ότι άλλαξε η καθημερινότητα στο νοσοκομείο γιατί εν μία νυχτί κάποιες κλινικές όπως γαστρεντορολογικές, οφθαλμολογικές μετατράπηκαν σε κλινικές Covid. Και από την πρώτη μέρα αυτής της περιπέτειας δημιουργήθηκαν απλές κλινικές κορονοϊού και ΜΕΘ στη Γερμανία. Ήταν πιο διαχειρίσιμη η κατάσταση».
Πιο γρήγοροι οι εμβολιασμοί στην Ελλάδα από τη Γερμανία
Όπως εξηγεί κάθε δύσπνοια και βήχας αντιμετωπίζονταν ως περιστατικό Covid με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο όγκος της δουλειάς (από έξι εφημερίες το μήνα έκαναν 8) και η φύση της καθημερινότητάς τους. Η δυσκολία, όπως λέει, ήταν το συνοθύλευμα καινούργιων πραγμάτων στα οποία όλοι οι γιατροί έπρεπε να προσαρμοστούν. «Tο πιο δύσκολο κομμάτι για μενα με τον κορονοϊό είναι ότι δεν ξέρεις από τη μια ώρα στην άλλη τι μπορεί να συμβεί γιατί ενδέχεται να αλλάξει άρδην η εικόνα του ασθενούς Ήταν αγεωγράφητα νερά.
Το άγνωστο ήταν αυτό που φόβιζε. Πήγαινες στη δουλειά με το φόβο μήπως κολλήσεις και εσύ. Και μιλάμε για μια χώρα με πολύ στιβαρό σύστημα υγείας, με πολύ μεγαλύτερο εξοπλισμό, με πολύ περισσότερο χρήμα και χωρητικότητα. Δεν θεωρώ ότι τα πήγε υπερβολικά καλύτερα η Γερμανία από την Ελλάδα. Σε αντίθεση με το Βερολίνο, η Αθήνα τα έχει πάει πολύ καλύτερα στους εμβολιασμούς όπου προχωρούν πολύ πιο γρήγορα». Δεν θα ξεχάσει ποτέ μια οικογένεια Γερμανών η οποία νόσησε όλη. Και ο πατέρας της οικογένειας ενώ ήρθε μόνος και περπατώντας στο νοσοκομείο για να νοσηλευτεί δύο μέρες αργότερα κατέληξε χωρίς να μπορεί να τον δει κανείς από τους κοντινούς συγγενείς του.
Αλέξης Θεοδώρου: Η πανδημία «πάγωσε» και τις μετακινήσεις Ελλήνων γιατρών προς την Γερμανία
Πέρα από την πίεση στο σύστημα υγείας η πανδημία «πάγωσε» και η κινητικότητα των Ελλήνων γιατρών. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Γιατρών στη Βόρεια Ρηνανία-Bεστφαλία Αλέξη Θεοδώρου μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών που έρχονται στην Γερμανία ή ακόμη και αυτών που επιστρέφουν στην πατρίδα λόγω και του γεγονότος ότι οι μετακινήσεις δυσκόλεψαν. Συνολικά στην Γερμανία εκτιμάται ότι εργάζονται τουλάχιστον 3.500-4.000 Έλληνες γιατροί- εκ των οποίων 2.000-2.500 βρίσκονται στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Μέχρι το 2010 οι αριθμοί ήταν πάρα πολύ μικροί. Την τετραετία από το 2011 μέχρι και το 2015-τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα- καταγράφηκε και η μεγαλύτερη μετακίνηση Ελλήνων γιατρών στο γερμανικό σύστημα με αποκορύφωμα το 2013. Ενδεικτικό είναι ότι στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Βεστφαλίας ζούσαν 1.000 περίπου Έλληνες γιατροί και μέσα σε 3-4 χρόνια ο αριθμός αυτός διπλασιάστηκε. Μετά την περίοδο αυτή έχει σταθεροποιηθεί η κίνηση και ειδικά τα τελευταία 4 χρόνια κάποιοι επιστρέφουν στην Ελλάδα.
«Περισσότερες ρεζέρβες η Γερμανία»
Η Γερμανία έχει περισσότερες ρεζέρβες στο σύστημα υγείας της, οι οποίες είναι πιο δύσκολο να εξαντληθούν σε σχέση με την Ελλάδα συμφωνεί και ο κ. Θεοδώρου, ο οποίος ζει τα τελευταία 11 χρόνια στο Ντίσελντορφ. Αυτό, όπως εξηγεί, έχει δώσει πολύ περισσότερες δυνατότητες στο σύστημα υγείας και το έχει επιτρέψει να αντιμετωπίσει την πανδημία χωρίς να έχει φτάσει στα όρια του και δίχως να αναγκαστεί να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα της θεραπείας που κάνει. Παρόλα αυτά και η Γερμανία αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, προθέτει ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Γιατρών στη Βόρεια Ρηνανία-Bεστφαλία.
Σύμφωνα με τον κ. Θεοδώρου και η πορεία της Γερμανίας στο τρίτο κύμα δεν είναι τόσο καλή. «Απλά το εύρος και το βάρος της πανδημίας κρύβεται από τις μεγάλες δυνατότητες υγείας που βοηθούν την χώρα να το καλύψει και να ανταπεξέλθει». Όπως εξηγεί ο ίδιος όλα συμβαίνουν σε ένα σύστημα υγείας το οποίο σε πολύ μεγάλο βαθμό λειτουργεί κανονικά. Και πέρα από μια περίοδο στην αρχή της πανδημίας που είχαν σταματήσει να πραγματοποιούνται πολλά χειρουργεία άρχισε πάλι σε φουλ ρυθμούς να λειτουργούν οι κλινικές. «Αυτή τη στιγμή στη Γερμανία υπάρχει μια πληρότητα των κρεβατιών εντατικής κατά 80-85%. Από αυτά, όμως, μόλις ένα 20% είναι κατειλημμένα από ασθενείς Covid».
ethnos.gr