Έρευνα διαΝΕΟσις: Δύο στους τρεις Έλληνες δηλώνουν ότι θα κάνουν το εμβόλιο για τον κορωνοιό- Αλλαξαν γνώμη μέσα στο τρίμηνο
Από το 42% «όχι», στο 66,3% «ναι» μέσα σε ένα τρίμηνο – Οι απόψεις των Ελλήνων για τους εμβολιασμούς, την πανδημία και τη ζωή στο δεύτερο lockdown στη μεγάλη έρευνα της διαΝΕΟσις σε συνεργασία με την Metron Analysis
Αυξημένο, σε σχέση με τρεις μήνες πριν, εμφανίζεται το ποσοστό των Ελλήνων που προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο για τον κορωνοϊό, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα της διαΝΕΟσις σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2020, το 42% των Ελλήνων δήλωναν ότι δεν προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο για τον κορωνοϊό, όταν αυτό εγκριθεί από τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς και εθνικούς φορείς, και αρχίσει να διατίθεται δωρεάν. Λιγότερους από τρεις μήνες μετά, όμως, η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Εκείνο το 42% των αρχών του Δεκέμβρη έχει πλέον γίνει 27,4%. Σήμερα δύο στους τρεις Έλληνες (66,3%) δηλώνουν ότι θα κάνουν το εμβόλιο (άθροισμα των «σίγουρα ναι» και «μάλλον ναι»). Ένας στους τρεις, μάλιστα, απαντούν «σίγουρα ναι».
Tα ποσοστά αυτών που προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο είναι μεγαλύτερα στους πιο ευκατάστατους, καθώς και σε όσους δηλώνουν ότι πάσχουν από κάποιο υποκείμενο νόσημα, ενώ πολύ σημαντικός παράγοντας είναι και η ηλικία: Στους ηλικίας άνω των 65, το ποσοστό αυτών που προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο φτάνει στο 80,4% -μάλιστα, αυτοί που απαντούν «σίγουρα ναι» είναι το 55%.
Στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχει ισχυρό κίνημα αντιεμβολιαστών ή αρνητών του ιού. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πολύ θετικές απόψεις για τα εμβόλια γενικότερα. Στην ερώτηση «συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη ότι τα εμβόλια σώζουν ζωές» το 94% των ερωτηθέντων συμφωνεί. Μάλιστα, το 61% συμφωνούν «απολύτως».
Από το περίπου 27% που δηλώνουν ότι (σίγουρα ή μάλλον) δεν θα κάνουν το εμβόλιο, η κυριότερη αιτία που αναφέρουν με πολύ μεγάλη διαφορά είναι το ότι «μπορεί να μην είναι ασφαλές, ή μπορεί να έχει παρενέργειες». Τα ποσοστά των πολιτών που δηλώνουν ότι «δεν υπάρχει ο ιός» ή «δεν εμπιστεύομαι τα εμβόλια» σε αυτή την ερώτηση είναι πάρα πολύ χαμηλά.
Όπως επισημαίνει ο Στράτος Φαναράς της Metron Analysis, «ελάχιστοι είναι εκείνοι που αμφισβητούν επί της ουσίας την προσφορά των εμβολίων στη δημόσια υγεία και το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό κίνημα» είναι περιορισμένο με επιδημιολογικούς όρους αλλά αν η ενημέρωση των πολιτών δεν είναι ειλικρινής, διαφανής και κατανοητή μπορεί να σπεκουλάρει στην άγνοια και να καταστεί υπολογίσιμη δύναμη».
Πάντως, είναι γεγονός ότι, αν και πολλοί Έλληνες έχουν ήδη λάβει την απόφαση να κάνουν το εμβόλιο -ένας στους τέσσερις από όσους θα έκαναν (μάλλον ή σίγουρα) το εμβόλιο δηλώνουν ότι θα το έκαναν «από τους πρώτους»– μεγάλο ποσοστό των πολιτών έχουν ακόμα επιφυλάξεις και δισταγμούς. Περίπου οι μισοί από όσους δηλώνουν ότι προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο, θα ήθελαν πρώτα να το συζητήσουν περισσότερο με γιατρούς ή συγγενείς.
Eνδεικτικό του κλίματος στην κοινωνία είναι και το γεγεονός ότι το 40,9% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι έχουν κάνει φέτος το εμβόλιο κατά της γρίπης, ένα ποσοστό πολύ υψηλότερο από το σύνηθες. Πράγματι, φέτος η ζήτηση για το εμβόλιο της γρίπης είναι πολύ μεγαλύτερη και ενδέχεται να φτάσει ώς και 1 εκατ. περισσότερες δόσεις από ό,τι πέρυσι. Μάλιστα, 8 στους 10 ερωτηθέντες ηλικίας άνω των 65 δηλώνουν πως έχουν κάνει το εμβόλιο της γρίπης. Όπως είναι αναμενόμενο, από όσους δηλώνουν ότι έχουν κάνει το εμβόλιο κατά της γρίπης, το 84,1% δηλώνουν ότι θα κάνουν και το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.
Κατά τα άλλα, από ό,τι φαίνεται, ακόμα και μετά από δέκα μήνες πανδημίας και κρίσης, οι Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι γενικά στη χώρα μας «τα πράγματα πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση». Αν και το ποσοστό έχει υποχωρήσει αισθητά από το ιστορικά ανώτατο 86% του περασμένου Απριλίου, ωστόσο δεν έχει αλλάξει πολύ από του Σεπτεμβρίου (54% έναντι 57% τον Σεπτέμβριο). Η ηλικία παίζει μεγάλο ρόλο στο πώς απαντούν οι Έλληνες. Όσο μεγαλύτερη η ηλικία, τόσο πιο αισιόδοξη η στάση. Μόνο το 37,2% των νέων ηλικίας 17- 24 πιστεύουν πως η χώρα πάει προς τη σωστή κατεύθυνση. Στους άνω των 65, όμως, το ποσοστό είναι 61,6%.
Εξάλλου, εν μέσω lockdown και της κορύφωσης του «δεύτερου κύματος», το ποσοστό των Ελλήνων που πιστεύουν ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει» αυξήθηκε σε 39%, έναντι 19% τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η πλειοψηφία, ωστόσο (47%, από 73% το Σεπτέμβριο) εξακολουθούν να πιστεύουν ότι «έρχονται δυσκολότερες ημέρες».
Το 65,1% δηλώνουν ότι οι ζωές τους έχουν αλλάξει «πολύ» ή «πάρα πολύ» -και το ποσοστό φτάνει το 88% αν προσθέσουμε και το «αρκετά» (από 73% τον Σεπτέμβριο). Όλες οι ηλικίες, όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλες οι κατηγορίες πληθυσμού συμφωνούν -με την εξαίρεση ενός αξιοσημείωτου 23,8% όσων δηλώνουν αγρότες, οι οποίοι απαντούν πως η ζωή τους στην πανδημία δεν έχει αλλάξει «καθόλου».
Επιπλέον, οι Έλληνες, όπως είναι φυσικό, εξακολουθούν να φοβούνται τον κορωνοϊό. Ένα 54% απαντούν «πιθανό» ή «αρκετά πιθανό» στην ερώτηση αν θεωρούν ότι κινδυνεύουν να προσβληθούν, και 63% απαντούν «πολύ» ή «αρκετά» στο πόσο πιστεύουν ότι κινδυνεύουν από τη νόσο, αν προσβληθούν.
Όσον αφορά το πότε υπολογίζουν ότι θα τελειώσει η πανδημία και θα επανέλθουμε σε μια φυσιολογική καθημερινότητα, οι απαντήσεις αποτυπώνουν έναν ρεαλισμό. Πλέον το 68% των Ελλήνων πιστεύουν ότι θα επιστρέψουμε σε κανονικότητα μετά τα μέσα του 2021 -και ένας στους τρεις θεωρούν ότι θα επανέλθουμε κάποια στιγμή από το 2022 κι ύστερα.
Ενδιαφέρον, επίσης, είναι το ότι πλέον οι μισοί εργαζόμενοι εργάζονται κανονικά στον χώρο εργασίας τους (48%) εν μέσω lockdown, και μόνο 20,3% δηλώνουν ότι εργάζονται με τηλεργασία. Τα αντίστοιχα ποσοστά τον Απρίλιο του 2020, στην πρώτη καραντίνα, ήταν αρκετά διαφορετικά. Τότε μόνο το 25,4% εργάζονταν στον χώρο εργασίας τους, και το 26,2% με τηλεργασία, ενώ σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι ήταν σε μειωμένο ωράριο, άδεια ή αναστολή εργασίας. Τώρα σε τέτοιες μορφές μειωμένης απασχόλησης (ή μη-απασχόλησης) βρίσκεται μόνο 1 στους 3 εργαζόμενους.
Πρόκειται για την τρίτη έρευνα της διαΝΕΟσις (σε συνέχεια των δύο προηγούμενων «Πώς Ζουν Οι Έλληνες Στην Πανδημία») και έγινε στο διάστημα 1-10 Δεκεμβρίου 2020, σε πανελλαδικό δείγμα 1.100 ατόμων.