Η ανεξιχνίαστη μέχρι και σήμερα δολοφονία του μακροβιότερου βασιλιά της χώρας
Εάν επισκεφθεί κάποιος ακόμη και σήμερα το Εγκληματολογικό Μουσείο της Αθήνας, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι μέσα σε δύο διαφανή βαζάκια με φορμόλη, φυλάσσονται σε άριστη κατάσταση ένα κομμένο αυτί και το σκουρόχρωμο χέρι ενός ανθρώπου που πέθανε πριν από… 106 χρόνια.
Οι συνοδευτικές ετικέτες, σου λύνουν ευθύς την απορία για τον ιδιοκτήτη τους: «Ους και χέρι βασιλοκτόνου Σχινά»· του ανθρώπου δηλαδή που το μακρινό 1913 δολοφονούσε τον δημοφιλέστερο βασιλέα της Ελλάδας, τον Γεώργιο τον Α’, ιδρυτή της εγχώριας δυναστείας των Γλύξμπουργκ.
Κάθισε στο θρόνο μια ολόκληρη πεντηκονταετία! Πώς και γιατί όμως φθάσαμε στο σημείο να εκτίθενται δύο κομμένα μέλη του φονιά του στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο ενός μη κερδοσκοπικού ιδρύματος που τελεί υπό την αιγίδα της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της πρωτεύουσας; Η απάντηση βρίσκεται στη… συμπρωτεύουσα.
Το χρονικό της δολοφονίας
Θεσσαλονίκη, αργά το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913. Ο άναξ μόλις έχει ολοκληρώσει το γεύμα του στη βίλα Χατζηλαζάρου που διαμένει τους τελευταίους μήνες. Έχει αφήσει το Παλάτι των Αθηνών και έχει ανέβει στη νύμφη του Θερμαϊκού προκειμένου να εδραιώσει με την προσωπική του παρουσία την κυριαρχία της Ελλάδας στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας που έχει απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό εδώ και περίπου 5 μήνες. Μετά το φαγητό αποφασίζει να πραγματοποιήσει τον καθιερωμένο απογευματινό περίπατο κατά μήκος της κυβόστρωτης λεωφόρου των Εξοχών (της σημερινής Βασιλίσσης Όλγας).
Τα μέτρα ασφαλείας προς το πρόσωπό του είναι ελάχιστα καθώς εκτιμά ότι δεν διατρέχει κανέναν ουσιαστικό κίνδυνο. Στη χαλαρή βόλτα τον συνοδεύουν μονάχα ο Κύπριος πιστός υπασπιστής του, αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Φραγκούδης, και μόνο δύο Κρητικοί βρακοφόροι χωροφύλακες που δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα ακολουθούσε τα επόμενα λεπτά.
Ο βασιλιάς θα φθάσει περπατώντας και κουβεντιάζοντας μέχρι τον Λευκό Πύργο, όπου παιάνιζε η στρατιωτική μπάντα. Κοντοστέκεται να την ακούσει, συνομιλεί με το συγκεντρωμένο κόσμο που σπεύδει να τον χαιρετήσει και παίρνει το δρόμο της επιστροφής για την οικία του από τη λεωφόρο Αγίας Τριάδας.
Οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 16:20 το απόγευμα όταν πλέον είχε φθάσει στην Κερίμ Αφέντη, μια περιοχή που συνήθως συχνάζουν Τουρκαλβανοί. Στη συμβολή της οδού Αγίας Τριάδας με την λεωφόρο των Εξοχών, ακριβώς μπροστά από το καφενείο Πασάν Λιμάν, ένας ρακένδυτος άνδρας που τόση ώρα παραφύλαγε, κατευθύνεται απειλητικά προς το μέρος του.
Καταφέρνει να φθάσει σε απόσταση ενός μέτρου από τον βασιλιά Γεώργιο και πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σωματοφύλακες, τον πυροβολεί πισώπλατα με μια μαυροβουνιώτικη κουμπούρα. Στο κροτάλισμα της σκανδάλης του όπλου, όσοι είναι παρόντες παγώνουν.
Ο αρχηγός του κράτους σωριάζεται στη αγκαλιά ενός Εβραίου μπακάλη που σπεύδει να βοηθήσει, χωρίς να προλάβει να ψιθυρίσει ούτε λέξη.
Ο δράστης αντί να προσπαθήσει να διαφύγει, στρέφει τώρα την κάνη προς το μέρος του υπασπιστή Φραγκούδη. Για καλή του τύχη όμως γλυτώνει καθώς το όπλο παθαίνει αφλογιστία και έτσι, με τη βοήθεια των χωροφυλάκων, ακινητοποιείται ο δράστης μέχρι να φθάσουν ενισχύσεις. Ο αιμόφυρτος Γεώργιος Α’ βαριανασαίνει. Μεταφέρεται εσπευσμένα στο Παπάφειο ίδρυμα, αλλά ξεψυχά στο δρόμο.
Κλείνουν τα μαγαζιά υπό το φόβο των ταραχών
Στις πέντε και μισή το απόγευμα, ο διευθυντής του νοσοκομείου ανακοινώνει επισήμως τον θάνατο του άνακτα στον πρίγκιπα Νικόλαο που έχει μεταβεί στο ίδρυμα. Θα μεταφέρει το κακό μαντάτο με τη φράση: «Ο βασιλιάς απέθανεν, ζήτω ο βασιλεύς»! Ευτυχώς, ο πρίγκιπας, που φέρει και την ιδιότητα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης, λειτουργεί ψύχραιμα.
«Ο φόβος μήπως αυτό το φρικτόν έγκλημα χρησιμεύση ως σύνθημα για μια εθνική εξέγερσι εναντίον των Βουλγάρων […] με έκαμε και μπόρεσα να συγκρατήσω κάπως τον εαυτόν μου» θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιό του ο γιος του θανόντος. Έχει ήδη πληροφορηθεί ότι ο δολοφόνος είναι Έλληνας, οπότε δίνει εντολή στον διευθυντή της Αστυνομίας να το ανακοινώσει και επισήμως, με την επισήμανση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια διασάλευσης της τάξης θα τιμωρούνταν παραδειγματικά. Αμέσως η πόλη τίθεται σε κατάσταση επιφυλακής.
Τα εμπορικά καταστήματα κλείνουν, οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα, και τα φώτα στους δρόμους όταν δύει ο ήλιος δεν ανάβουν.
Ο πρίγκιπας στέλνει παράλληλα τηλεγράφημα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και στον πρωτότοκο αδελφό του και διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, τους οποίους ενημερώνει για τα συμβάντα. Η σωρός του θανόντα βασιλιά ταριχεύεται, εκτίθεται για μέρες σε λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη και αμέσως μετά μεταφέρεται με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» στον Πειραιά για να κηδευτεί στις 20 Μαρτίου με όλες τις προβλεπόμενες τιμές στο βασιλικό ανάκτορο του Τατοΐου.
Η ταυτότητα του δολοφόνου και η μοίρα του
Τι απέγινε όμως ο φονιάς του βασιλιά; Πάμε και πάλι λίγο πίσω στα γεγονότα. Μόλις ο θύτης συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες, το πλήθος που έχει μαζευτεί επιχειρεί να τον λιντσάρει. Απαιτήθηκε μεγάλη προσπάθεια από τους ένστολους για να τον σώσουν και να τον πάνε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα της περιοχής Φαλήρου της συμπρωτεύουσας.
Εκεί θα μάθουν οι αρχές και την ταυτότητά του. Ονομάζεται Αλέξανδρος Σχινάς. Όπως αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «τα βιογραφικά στοιχεία του δολοφόνου ήταν πενιχρά. […] Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και για ένα διάστημα εργάστηκε στο φαρμακείο του αδελφού του. Ήταν αλκοολικός και έπασχε από φυματίωση.
Μοναχικό άτομο, είχε διακόψει κάθε επαφή με την οικογένειά του. Φαίνεται πως για κάποια περίοδο εργάσθηκε ως δάσκαλος στη Μακεδονία». Η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ κακή, ενώ στην προσπάθειά του να βρει δουλειά είχε απευθυνθεί και στο Παλάτι, αλλά ο υπασπιστής του βασιλιά τον είχε διώξει.
Στην αρχική ανάκριση που πραγματοποιήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, ο Σχινάς δεν θα πει πολλά. Το βράδυ της 7ης Μαρτίου μεταφέρεται στις φυλακές του Διοικητηρίου όπου υποβάλλεται εκ νέου σε ανάκριση από τον πρωτοδίκη έφεδρο ανθυπολοχαγό Βασίλειο Κανταρέ. «Εάν δεν τον σκότωνα εγώ, θα σκοτωνόταν από άλλους» φέρεται να δήλωσε ο δολοφόνος, διακηρύσσοντας τη σοσιαλιστική ιδεολογία του χωρίς να εκφράσει την οποιαδήποτε μεταμέλεια για την πράξη. Ακολούθως, μεταφέρεται σε κελί της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Η βασίλισσα μαθαίνει τους ηθικούς αυτουργούς
Η χήρα βασίλισσα Όλγα, ήθελε εναγωνίως να μάθει γιατί σκότωσε τον άνδρα της και για το λόγο αυτό επισκέφθηκε τον δράστη δύο ή τρεις φορές στον χώρο κράτησης. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, μετά την τελευταία επίσκεψη βγήκε από το κελί συντετριμμένη.
Πολλοί εκτιμούν ότι ο Σχινάς της είχε αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του φονικού. Στις 22 Απριλίου πάνε τον δολοφόνο εκ νέου στο γραφείο του πρωτοδίκη Κανταρέ, στο δεύτερο όροφο του Διοικητηρίου για νέα κατάθεση. Κατά μια διαβολική σύμπτωση όμως, ο ανακριτής απουσίαζε και ο συνοδός αστυφύλακας του φονιά, κατέβηκε να πληρώσει τον αμαξά που τους είχε μεταφέρει μέχρι εκεί. Ο Σχινάς βρέθηκε μόνος σε ένα γραφείο, το οποίο απ’ έξω φρουρούσαν δύο χωροφύλακες.
Το τι συνέβη σε αυτό το χρονικό σημείο, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο. Εάν πιστέψουμε την επίσημη εκδοχή, πήρε φόρα και πήδηξε από το παράθυρο με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ακαριαία πέφτοντας στο πλακόστρωτο προαύλιο. Όντως έπεσε όμως ή μήπως κάποιος τον έσπρωξε; Όπως και να ‘χει, το πτώμα μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας και θάφτηκε άρον άρον χωρίς θρησκευτική τελετή. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Μακεδονία» της εποχής, «εξήχθη ο μυελός του Σχινά, όπως υποβλήθηκε εις εξέτασιν φρενολογικής.
Συγχρόνως δε, απεκόπη και το δεξιόν ωτίον του, όπως αποσταλή εις το εν Αθήναις μουσείον προς φύλαξιν». Μαζί με το αυτί που χρησιμοποιούνταν ως ταυτοποιητικό στοιχείο (καθώς το σχήμα του κληρονομείται αυτούσιο από έναν εκ των δύο γονέων), έφθασε στην πρωτεύουσα και το χέρι για να παρθούν δακτυλικά αποτυπώματα. Τα συγκεκριμένα μέλη όπως προείπαμε εκτίθενται μέχρι και σήμερα στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Η περίεργη πυρκαγιά που απανθράκωσε το ανακριτικό υλικό
Τον επόμενο χρόνο της δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου του Α’, το 1914, στις εφημερίδες υπάρχει μια είδηση που κάνει πολλούς να οδηγηθούν σε δεύτερες σκέψεις για τους πραγματικούς δράστες της δολοφονίας. Στο ατμόπλοιο «Ελευθερία» που ετοιμάζεται να αποπλεύσει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με προορισμό τον Πειραιά, εκδηλώνεται πυρκαγιά.
Οι φλόγες καταστρέφουν πρωτίστως την καμπίνα που φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι της δολοφονίας του ανώτατου άρχοντα. Άξιο μνείας είναι το γεγονός, ότι σε αυτούς τους φακέλους όμως, δεν υπήρχε η κατάθεση του βασιλικού υπασπιστή Ιωάννη Φραγκούδη, του βασικότερου αυτόπτη μάρτυρα. Και αυτό γιατί ποτέ (!) δεν κλήθηκε από τις δικαστικές αρχές να καταθέσει.
«Ξένος δάκτυλος» πίσω από την αποτρόπαια πράξη;
Ποτέ δεν μάθαμε εάν ο Σχινάς ήταν ένας αναρχικός ψυχοπαθής που όντως έδρασε μόνο του, όπως υποστήριξαν από την πρώτη στιγμή οι αρχές, ή ήταν τελικά εκτελεστικό όργανο άλλων. Το σίγουρο είναι ότι οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή εκείνο τον καιρό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών.
Οι Κεντρικές Δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας συνασπίζονταν για να διεκδικήσουν νέα εδάφη, ενώ οι ίδιοι οι Αυστριακοί σχεδόν απροκάλυπτα διεκδικούσαν πλέον τη Θεσσαλονίκη για να την μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο.
Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Η Απαγορευμένη Ιστορία της Ελλάδος» (εκδόσεις Αρχέτυπο), η ύπαρξη ενός αγγλόφιλου βασιλιά στο θρόνο της Ελλάδας αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδιά τους, ενώ η αντικατάστασή του από τον διάδοχο Κωνσταντίνο Α’, που ήταν δηλωμένα γερμανόφιλος θα ευνοούσε τα πλάνα. Από τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία, άρχισαν να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. «Ξένος δάκτυλος» όπλισε το χέρι του φονιά!
Την ίδια άποψη διατυπώνει τόσο ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στα Απομνημονεύματά του, όσο και ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος στις Αναμνήσεις του.
Μια δεύτερο εκδοχή, που είναι όμως δύσκολο να τεκμηριωθεί, αν και δεν στερείται ιστορικής βάσης, υποστηρίζει ότι ο Σχινάς έδρασε ως όργανο των Βουλγάρων, κάτι που ενισχύεται από το γεγονός ότι ο δολοφόνος είχε το προηγούμενο διάστημα τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ.
Μια τρίτη θεωρία θέλει τον πραγματικό δολοφόνο να είναι ένας Αυστριακός αξιωματικός που υπηρετούσε σε ένα πολεμικό πλοίο της χώρας του που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Μετά την πράξη του έσπευσε να εξαφανιστεί και στη θέση του συνέλαβαν τον Σχινά που περνούσε τυχαία από εκεί και εξαιτίας του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του ανέλαβε την ευθύνη.
Το τέταρτο σενάριο φέρει το δολοφόνο να παίρνει εκδίκηση επειδή όταν είχε πάει να ζητήσει δουλειά στο παλάτι, τον πέταξαν έξω. Ό,τι και εάν ισχύει, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.
.newsbeast.gr/weekend