Οι μεγάλες προκλήσεις που κληρονομεί η Νέα Δημοκ...
18/06/201917:04

Οι μεγάλες προκλήσεις που κληρονομεί η Νέα Δημοκ…

[ad_1]

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα κληρονομήσει μια οικονομία που φαίνεται ότι θα αναπτυχθεί με μέτριο ρυθμό βραχυπρόθεσμα, σημειώνει η Capital Economics σε νέα έκθεσή της. Ωστόσο, όπως προσθέτει, θα αντιμετωπίσει επίσης μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα ενώ τα δημόσια οικονομικά εξακολουθούν να ενέχουν πολλούς κινδύνους.

Ενώ τα στοιχεία για την οικονομία της ευρωζώνης έχουν απογοητεύσει μέχρι στιγμής φέτος, η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει μία αρκετά καλή πορεία. Αυτό έχει προσελκύσει την προσοχή των επενδυτών, με την απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων να έχει μειωθεί από περίπου 4,3% τον Ιανουάριο στο ιστορικό χαμηλό του 2,6% περίπου σήμερα. Οι γενικές εκλογές της 7ης Ιουλίου, φαίνεται ότι αποτελούν την κατάλληλη στιγμή για να γίνει απολογισμός των οικονομικών προοπτικών της χώρας.

Μέχρι στιγμής φέτος, τα περισσότερα οικονομικά στοιχεία της Ελλάδας είναι ενθαρρυντικά. Αν και η αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση στο α’ τρίμηνο ήταν λίγο χαμηλότερη από την αναμενόμενη, ωστόσο τα στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ τείνουν να είναι ευμετάβλητα την στιγμή που άλλα στοιχεία είναι πιο αισιόδοξα. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 1,5% σε τριμηνιαία βάση στο πρώτο τρίμηνο, σε σύγκριση με 0,9% στην ευρωζώνη συνολικά. Οι λιανικές πωλήσεις ανέκαμψαν μετά την πτώση στο δ’ τρίμηνο, και ενώ εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται φθάνοντας το 18,1% το Μάρτιο.

Οι προοπτικές για το υπόλοιπο του έτους φαίνονται θετικές επίσης, όπως σημειώνει η Capital Economics. Οι επιχειρηματικές έρευνες για τον Απρίλιο και το Μάιο δείχνουν προς ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2% το δεύτερο τρίμηνο. Οι προοπτικές προσλήψεων των επιχειρήσεων δείχνουν ότι η αύξηση της απασχόλησης θα παραμείνει σταθερή, ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και άλλα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης θα στηρίξουν τα πραγματικά εισοδήματα. Επιπλέον, η απότομη άνοδος της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, από τότε που η Ελλάδα βγήκε από το πρόγραμμα διάσωσης τον περασμένο Αύγουστο, δείχνει ότι και η καταναλωτική δαπάνη θα σημειώσει ανακάμψει.

Όπως σημειώνει η Capital Economics, οι προοπτικές στο μέτωπο των επενδύσεων βελτιώθηκαν επίσης κάπως, ενώ τα επιτόκια των επιχειρήσεων συνέχισαν τη σταδιακή πτώση τους η οποία ξεκίνησε το 2012. Ο ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων επιταχύνθηκε τον Απρίλιο στο 2,5% σε ετήσια βάση με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2010. Παράλληλα, η συνεχιζόμενη επιβράδυνση της ευρωζώνης και της παγκόσμιας οικονομίας δεν έχουν σημειώσει σημαντικές επιπτώσεις στις εξαγωγές. Παρά την συρρίκνωση στο πρώτο τρίμηνο, ο όγκος των εξαγωγών παρέμεινε περίπου στο ίδιο επίπεδο με το β’ τρίμηνο του 2018. Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, η Capital Economics αναμένει πως η αύξηση του ΑΕΠ θα κινηθεί σε μέσο όρο κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, σε καλύτερα επίπεδα από αυτά της ευρωζώνης.

Ωστόσο, όπως προειδοποιεί η Capital Economics, η Ελλάδα δεν έχει ακόμα ξεφύγει τον κίνδυνο. Η πρόβλεψή της για την ανάπτυξη τριμήνου, οδηγεί σε ετήσιο ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 1,2%, σημαντικά μικρότερη από τον στόχο της κυβέρνησης. Και για το επόμενο διάστημα, οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ρόδινες. Η Ελλάδα έχει έναν μακρύ κατάλογο διαρθρωτικών προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν συμπεριλαμβανομένου ενός αναποτελεσματικού φορολογικού και δικαστικού συστήματος και ενός τραπεζικού τομέα που πνίγεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.  Σχετικά με τα NPEs, δύο προτάσεις, του ΤΧΣ και της ΤτΕ, δεν έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν. Και παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε ο νέος νόμος Κατσέλη, η εφαρμογή του έχει καθυστερήσει, έχοντας συνέπειες στην παροχή νέων στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες.

Εν τω μεταξύ, στο 181% του ΑΕΠ το 2018, ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος υψηλότερος στον κόσμο, ενώ και το επιτοκιακό βάρος του δημοσίου χρέους  παραμένει υψηλό. Επιπλέον, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να μειώνεται δραματικά, “χτυπώντας” την οικονομική ανάπτυξη.

Οι επικείμενες εκλογές είναι απίθανο να αποτελέσουν game changer για τα δημόσια οικονομικών. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει περίπου το 37% των ψήφων στις 7 Ιουλίου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης  έχει υποσχεθεί να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή, αλλά έχει επίσης υποσχεθεί να προβεί σε μεγαλύτερες περικοπές των εταιρικών φόρων από αυτές που σχεδιάζει η σημερινή κυβέρνηση, να μειώσει τον φόρο ακίνητης περιουσίας και να δώσει στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος περισσότερο χρόνο για τον διακανονισμό των καθυστερούμενων οφειλών. Ουσιαστικά αυτό υποδηλώνει ότι μια κυβέρνηση της Ν.Δ θα δυσκολευτεί να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με την Κομισιόν.

Πριν από την ανακοίνωση των πρόσφατων παροχών, η Κομισιόν είχε προβλέψει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας θα φθάσει το 3,6% του ΑΕΠ το 2019 και το 3,5% το 2020 (έναντι του στόχου τους 3,5%). Καθώς εκτιμά ότι τα νέα μέτρα θα κοστίσουν περίπου το 1,3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, η Κομισιόν κάθε άλλο παρά ευχαριστημένη εμφανίστηκε από τα νέα αυτά μέτρα, αλλά μέχρι στιγμής απέχει από την επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, η Capital Economics εκτιμά ότι οι εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της θα κλιμακωθούν τον Οκτώβριο για τα δημοσιονομικά σχέδια του 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα