Pfizer: Το εμβόλιο έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα με τον χρόνο – Χρειάζεται και τρίτη δόση
Τι έδειξαν τα στοιχεία από το πρόγραμμα εμβολιασμού του Ισραήλ – Αδειοδότηση για ενισχυτική δόση του εμβολίου, 6 μήνες μετά τη δεύτερη, σε όλα τα άτομα άνω των 16 ετών ζήτησε η εταιρεία.
Μειωμένη αποτελεσματικότητα εμφανίζει το εμβόλιο mRNA της Pfizer κατά του κορονοϊού, με την πάροδο του χρόνου, όπως έδειξαν τα στοιχεία από το Ισραήλ, τα οποία υπέβαλε η φαρμακοβιομηχανία στον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), ζητώντας την έγκριση ενισχυτικής δόσης. Σύμφωνα με το Bloomberg και ενώ η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν φέρεται να πιέζει τον FDA να ανάψει το «πράσινο φως» προκειμένου να σηκώσουν για τρίτη φορά μανίκι όλοι οι πολίτες ηλικίας 16 ετών και άνω, η Pfizer τονίζει ότι η ενισχυτική δόση, έξι μήνες μετά τη δεύτερη «επαναφέρει» την προστασία από τη μόλυνση στο 95%, ενισχύοντας την ανοσολογική απάντηση.
«Τα πραγματικά δεδομένα από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν ότι τα ποσοστά λοιμώξεων αυξάνονται ταχύτερα σε άτομα που εμβολιάστηκαν νωρίτερα», αναφέρει η Pfizer, προσθέτοντας ότι η υποχώρηση της αποτελεσματικότητας οφείλεται «κυρίως στη μείωση των ανοσολογικών αποκρίσεων του εμβολίου με την πάροδο του χρόνου» και όχι στην παραλλαγή Δέλτα. Τα δεδομένα από το εμβολιαστικό πρόγραμμα του Ισραήλ που δόθηκαν στη δημοσιότητα δείχνουν ότι η τρίτη δόση «αποκαθιστά τα υψηλά επίπεδα προστασίας δρώντας παρόμοια με τη δεύτερη».
Αξίζει να σημειωθεί πως η Pfizer διευκρινίζει επίσης ότι τα δεδομένα αντλήθηκαν την περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου, κατά την οποία η μετάλλαξη Δέλτα είχε ήδη καταστεί κυρίαρχη, άρα η προστασία 95% αφορά τη συγκεκριμένη μετάλλαξη, η οποία είναι πιο μεταδοτική και επιθετική. Η εταιρεία ζητά έτσι αδειοδότηση για ενισχυτική δόση του εμβολίου της που θα χορηγηθεί 6 μήνες μετά τη δεύτερη, σε όλα τα άτομα άνω των 16 ετών.
Ο FDA αναμένεται έτσι να συνεδριάσει την Παρασκευή (17/09) για να εξετάσει αν οι Αμερικάνοι πρέπει να κάνουν και τρίτη δόση του εμβολίου, παρουσία εκπροσώπων του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), καθώς και ερευνητών από το Ισραήλ και το Ηνωμένο Βασίλειο.