Προς νέα έξοδο στις αγορές μέχρι τέλος Ιουλίου
[ad_1]
Του Γ. Αγγέλη
“Υπό την ισχύουσα συγκυρία, η Ελλάδα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί το “παράθυρο” εξόδου στις αγορές το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου. Και, γιατί όχι, να παρεκκλίνει ελάχιστα από το πρόγραμμά της και να επανέλθει τον Σεπτέμβριο…”. Την εκτίμηση αυτή διατυπώνουν παράγοντες του ESM, καθώς διαπιστώνεται μία σταθερή τάση απομείωσης των αποδόσεων και συρρίκνωσης των spreads.
Ήδη πριν κλείσει η εβδομάδα στη δευτερογενή αγορά ομολόγων η “ζήτηση” για ελληνικά ομόλογα έχει οδηγήσει τις αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου στα επίπεδα του 2,75% – 2,85% συρρικνώνοντας την απόσταση από τους αντίστοιχους ιταλικούς τίτλους στα όρια των 30 μονάδων βάσης.
Η σύγκρουση της Ιταλίας με τις Βρυξέλλες έχει οδηγήσει σε άνοδο των αποδόσεων των ιταλικών τίτλων και συρρίκνωση του spread από τα ελληνικά. Σημείο καμπής για την επιδείνωση των σχέσεων, πέραν του προϋπολογισμού, είναι η απόφαση της ιταλικής Βουλής να εγκρίνει τη “μελέτη” ενός σχεδίου για την έκδοση μικρής αξίας εντόκων γραμματίων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εσωτερικό της χώρας για συναλλαγές δίκην δεύτερου εγχώριου νομίσματος.
Η απόφαση αυτή απορρίφθηκε δημόσια από τον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι αυτά “είτε είναι τίτλοι χρέους και επηρεάζουν το μέγεθος του χρέους, είτε είναι “νόμισμα” οπότε είναι παράνομο…”.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι ενώ στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν κάθε επιδείνωση στα ιταλικά ομόλογα αμέσως “μεταφραζόταν” σε ανάλογη ή και μεγαλύτερη επιδείνωση στα ελληνικά, τελευταία ο… ομφάλιος λώρος έχει κοπεί και η βελτίωση των ελληνικών επιταχύνεται από την επιδείνωση των ιταλικών τουλάχιστον συγκριτικά.
Η συγκυρία αυτή, σε συνδυασμό με τη διατηρούμενη σε χαμηλά επίπεδα “προσφορά” νέων τίτλων από το ΥΠΟΙΚ –και πάντα σε τιμές που δεν “παγιδεύουν” τους επενδυτές–, έχει βελτιωθεί ραγδαία για έναν επιπλέον λόγο, το πολιτικό περιβάλλον και τις προσδοκίες των αγορών για κυβερνητική αλλαγή.
Μία πιο προσεκτική ματιά θα διέκρινε άλλο έναν παράγοντα που έχει να κάνει επίσης με τη διεθνή συγκυρία, την κατακόρυφα αυξημένη εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό κυρίως τραπεζικό χώρο σε κρατικούς τίτλους.
Η αύξηση των κεφαλαίων –5 δισ. ευρώ το α’ πεντάμηνο, που προήλθαν κυρίως από αμερικανικές τράπεζες καιfunds, όπως επίσης και από γαλλικές– “χτύπησε” το 300% μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Βέβαια τα ποσά είναι σχετικά μικρά, καθώς η ελληνική αγορά ομολόγων παραμένει εξαιρετικά “ρηχή”.
Αλλά ακριβώς γι’ αυτό –λιγότερα από 30 δισ. ονομαστικής αξίας ομόλογα είναι ελεύθερα προς διαπραγμάτευση– και εφόσον η ζήτηση παραμένει ισχυρότερη από την “προσφορά” οι τιμές συνεχίζουν να συμπιέζονται διαμορφώνοντας προϋποθέσεις για μία επιτυχή έκδοση επταετούς ομολόγου, είτε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, είτε στις αρχές Σεπτέμβρη, είτε και στις δύο χρονικές περιόδους.
Όσον αφορά την τιμολόγηση του επταετούς, η πρόθεση του ΟΔΔΗΧ είναι να διατηρήσει την ελκυστικότητα της έκδοσης, δεδομένου ότι η εξαιρετικά χαμηλού κόστους μέση εξυπηρέτηση του χρέους μεσομακροπρόθεσμα δεν επηρεάζεται παρά ελάχιστα. Οι εκτιμήσεις υπό τις παρούσες συνθήκες δίνουν ως πιθανή την έκδοση του επταετούς με μία απόδοση της τάξης του 2,5% – 2,6% παρά το γεγονός ότι οι τρέχουσες αποδόσεις του πενταετούς είναι ήδη σημαντικά κάτω του 2%. Στη λογική αυτή, άλλωστε, έχουν κινηθεί όλες οι τελευταίες εκδόσεις που διατηρούν την “ελκυστικότητά” τους εμπεδώνοντας στο περιβάλλον των επενδυτών την εκτίμηση ότι το ΥΠΟΙΚ και ο ΟΔΔΗΧ δεν στοχεύουν στην “παγίδευσή” τους σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις…