Το ημερολόγιο ενός Λοχία από τα Λεχαινά που πολέμησε στο θρυλικό «Ύψωμα 731» και αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς
Ο Βασίλειος Καλμπούρος γεννήθηκε τι 1917 στα Λεχαινά Ηλείας – Πρόσφατα κυκλοφόρησε το ημερολόγιο που διατηρούσε στη διάρκεια του πολέμου
Έλαβε μέρος σε 17 μάχες, μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 28.10.1940. Στην τελευταία του, αυτή στο θρυλικό «Ύψωμα 731», αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε όμηρος στην Ιταλία, όπου μετά από δύο χρόνια κατάφερε και δραπέτευσε στην Ελβετία.
Ο Βασίλειος Καλμπούρος γεννήθηκε τι 1917 στα Λεχαινά Ηλείας. Το 1936 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών ενώ ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη». Το 1930 κατατάθχηκε στον στρατό και με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου βρέθηκε στο μέτωπο -με το βαθμό του λοχία- έως τον Μάρτιο του 1941, όπου και αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς στη διάρκεια της θρυλικής μάχης στο Ύψωμα 731, Συμμετείχε συνολικά σε 17 μάχες με το 2ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος πεζικού.
Πρόσφατα από τις Εκδόσεις «ΠΕΛΑΣΓΟΣ» κυκλοφόρησε το ημερολόγιο που διατηρούσε ο Καλμπούρος, στη διάρκεια του Πολέμου, τ΄ οποίο αποτελεί ένα ντοκουμέντο όπου περιγράφονται οι δύσκολες ημέρες της αντίστασης των Ελλήνων στρατιωτών στην απρόκλητη επίθεση της ιταλικής φασιστικής δύναμης, με το απρόσμενο νικηφόρο αποτέλεσμα.
Για τον αγώνα του ο Λοχίας Καλμπούρος, προτάθηκε από τον Διοικητή του ΙΙ/5 τάγματος πεζικού -στην απόκρουση της Ιταλικής επίθεσης στο 731 ύψωμα- Δημήτρη Κασλά, να του αποδοθεί μετάλλιο ανδρείας. Ο Καλμπούρος όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως : «ο ίδιος διασώθηκε, ενώ οι συναγωνιστές του χάθηκαν»
Παρακάτω αναδημοσιεύονται μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, μέσα στο οποίο περιγράφονται γλαφυρά ο αγώνας για το υπέρτατο ιδανικό της ελευθερίας, οι τραγικές καταστάσεις στη διάρκεια των εχθροπραξιών, αλλά και καθημερινές ανθρώπινες στιγμές στο μέτωπο.
Πέμπτη 2/1/1941
Ἄρχισε ἕνας ἄνεμος βίαιος. Πού καί πού ψιλή βροχούλα. Ἔφεραν ¼ κουραμάνας καί τυρί κεφαλοτύρι ποντικοφαγωμένο. Ἔκανα μία βόλτα στά ἰταλικά χαρακώματα. Παντοῦ νεκροί, ἕως 200. Ἐν ἀναλογίᾳ τραυματίαι 1.000. Πραγματική πανωλεθρία. Πολυβόλα, ὁπλοπολυβόλα, ὅλμοι, τυφέκια, σωροί στοιβάζονται γιά νά μεταφερθοῦν ὀπίσω. Τά χαρακώματα ἀπαράμιλλα. Τρεῖς σειρές συρματοπλέγματα ὕψωμα ἀπότομο. Οἱ Ἰταλοί εἶχαν Ἀμπρί, μέ κουζίνες, σάν σπίτια πραγματικά. Τσουβάλια γεμάτα μέ φύλλα δέντρων γιά στρῶμα. Κονσέρβες ἄπειρες ἀπείρων εἰδῶν. Ἐνῶ ἐμεῖς ἀπέναντι εἴμαστε νηστικοί κι ἡμέρες μεσ’ τό χιόνι, τή βροχή, τόν ἄνεμο.
ΤΕΤΑΡΤΗ 8/1/1941
Ξεκινήσαμε στάς 3,30 τή νύχτα. Ἔπειτα ἀπό μαρτυρικό δρόμο, στάς 7 ἐφθάσαμε κοντά στήν πρώτη γραμμή. Τώρα γίνεται ἐπίθεσις. Θά ἐπιτύχει; Τό δικό μας πυρ/κό1 τήν ἔκαψε τήν Ἐχθρική Κορυφογραμμή. Τό Ἰταλικό πυρ/κό βάλλει. Οἱ ἐκρήξεις διαρκῶς πλησιάζουν. Τί θά γίνει; Τό βράδυ ἄν ζῶ θά συνεχίσω. Ἥλιος λαμπρός ἀνέτειλε.
Βράδυ. Μᾶς ἐτάραξαν τ’ ἀεροπλάνα. Ἐμέτρησα ἐν ὅλῳ 135 Ἀεροπλάνα. Μᾶς ἐπολυβόλησαν, μᾶς ἐβομβάρδισαν, μᾶς ἐτάραξαν. Κυριολεκτικῶς ἐλύσσαξαν. Μᾶς εἶπαν ν’ ἀνάψουμε φωτιές καί ζεσταθήκαμε λίγο. Μᾶς ἔφεραν ¼ κουραμάνας, 5 σύκα, καί λίγη σταφίδα. Ἐν τούτοις σέ 5 λεπτά τά εἶχα ἐκκαθαρίσει ὅλα. Καί πεινῶ καί πεινῶ, ἄχ πεινῶ.
ΠΕΜΠΤΗ 23/1/1941
Βρεχόμενος, ἐνῶ εἶχα μπεῖ στή λάσπη ὥς τά μπούτια, ἐνῶ εἶχα πέσει σέ κάτι ἀγκάθια καί τά χέρια μου ἦσαν παράλυτα, ἄυπνος, μεσ’ τό ρουθούνι τοῦ Ἰταλοῦ. Τό πρωί στάς 6 ἦλθε ὁ Λόχος καλυπτόμενος ἀπό τό σκοτάδι. Μέ μία ὁρμή ἀνεβήκαμε ἐπάνω. Συνελάβαμε ἀμέσως 120 αἰχμαλώτους. Ἀπώλεια οὐδεμία. Ἔκανα πλιάτσικο 2 κονσέρβες κρέας, 4 ψωμάκια, 1 κονσέρβα μαρμελάδα, 2 γαλέττες, κάλτσες μάλλινες, ἐσώβρακο μάλλινο. Ἀφοῦ ἐξεκαθαρίσαμε τό χωριό, ἀνεβήκαμε στά ἐμπρός μας ὑψώματα. Νέα ἐπίθεσις ὥρα 12. Ἐφθάσαμε στήν πρώτη γραμμή. Τήν ἀνετρέψαμε. Ἐπιάσαμε 8 πολυβόλα καί 40 αἰχμαλώτους. 100 μέτρα πρό τῆς κορυφῆς καί τῆς 2ας γραμμῆς ἐσταθήκαμε. Ἀδύνατον νά προχωρήσουμε. Ἐπέσαμε σέ παγίδα. Μᾶς βάλλουν ἀπό ἐμπρός, ἀριστερά καί δεξιά. Ἔχουμε κολλήσει στή λάσπη πεσμένοι, ἐνῶ σφυρίζουν οἱ σφαῖρες καί σκάζουν οἱ ὅλμοι καί οἱ ὀβίδες. Μόλις ἐνύχτωσε στάς 7 μᾶς ἔκαναν ἀντεπίθεσι οἱ Ἰταλοί. Μᾶς διώχνουν τούς ξανακάναμε ἀντεπίθεσι καί τούς διώξαμε. Στάς 8 ἡ ὥρα ἐφονεύθη ὁ Ἀνθ/γός Δάνδολος Κων/νος ἀπό σφαίρα στήν καρδιά, ἐνῶ ἐκάναμε ἀντεπίθεση καί ἐνῶ ἐπροχώρα πρῶτος μέ τό πιστόλι στό χέρι. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἦταν παλικάρι, ἠθικός ἄνθρωπος ἀπό τούς Λίγους. Ἡ νύχτα ἔτσι ἐπέρασε. Μέ συνεχεῖς ἐπιθέσεις καί ἀντεπιθέσεις. Οἱ ὅλμοι μᾶς ἀπεδεκάτησαν. Οἱ σφαῖρες μᾶς ἐτρέλλαναν οὐδεμία ἐνίσχυσις. Εἴμεθα νηστικοί, βρεγμένοι ὥς τό κόκκαλο. Ὅλοι μούσκεμμα. Τά πόδια πονοῦν φοβερά, πρισμένα. Τό κορμί, ὅλα πονοῦν. Ἤδη ἔχουμε φοβερές ἀπώλειες.
Βράδυ. μᾶς ἔφεραν 1/3 κουραμάνα βρεγμένη.
ΣΑΒΒΑΤΟ 8/2/1941
Ἀπό τό πρωί τ’ Ἀεροπλάνα ρίχνουν βόμβες. Κόλασις πραγματική. Ὅλη ἡ κοιλάδα, τ’ ἀντερείσματα, τά σπιτάκια δέχονται ἀδιακόπως δεκάδες βομβῶν. Ἀπό τούς καπνούς τῶν ἐκρήξεων χάνονται τά πάντα ἀπό τά μάτια μας. Τό ἀπόγευμα ἔγιναν πολλές Ἀερομαχίες μέ κανένα ἀποτέλεσμα διότι τά ὀλίγα ἐδικά μας μέ μία βουτιά πρός τά κάτω ἀπό τά 6.000 μέτρα, τό ἔσκασαν. Τά Ἰταλικά καταδιωκτικά περιφέρονται κατά μάζας πολύ ψηλά. Τρία Ἀγγλικά ἐμπήκαν στήν ἐχθρική γραμμή κι ἐγύρισε τό ἕνα! Ἐν τῷ μεταξύ τό Πυροβολικό μας ἔχει ἀλαλιάσει. Καθημερινῶς νεκροί καί τραυματίαι. Ὥς πότε ὅμως;
ΤΡΙΤΗ 11/2/1941
Χθές νύχτα ἔσκαψε ἡ διμοιρία μου καί ἔφιασε χαράκωμα. Ἐσκάψαμε ἐπί 5 ὧρες. Μοῦ βγῆκε ἡ ψυχή ἀνάποδα. Ἀπό τό πρωί εἴμεθα στό χαράκωμα καί παρακολουθοῦμε τήν ἐξέλιξι τῆς ἐπιθέσεως τμημάτων μας ἐκ τό δεξιῶν ὕψ. 800-797-792. Παρ’ ὅλον ὅτι τό Πυρ/κό μας τά ἔκαψε καί τά 3 ὑψώματα ἡ ἐπίθεσης ἀπέτυχε. Ἔτσι τρεῖς ἕως τώρα ἐπιθέσεις πᾶνε στόν ἀέρα μέ θυσία αἵματος καί πυρομαχικῶν. Ὁ στρατός ἐκουράστηκε καί δέν ἠμπορεῖ πιά νά πολεμήση. Ἐγώ εἶμαι χάλια τό στῆθος μου πονεῖ, ὅλο τό κορμί μου, τά πόδια μου, τό κεφάλι μου, ἔχω τρεῖς μέρες νά φάγω. Εἶμαι πιά παράλυτος -ἐν τῷ μεταξύ βομβαρδισμοί ἀπό τήν Ἀεροπορία φρικαλέοι.
ΠΑΡΣΚΕΥΗ 7/3/1941
Σήμερα ἔγινε αἰφνιδιαστική ἐπίθεσις κατά τοῦ Ἰταλικοῦ παρατηρητηρίου. Κατελήφθη ἡ θρυλική Τρεμπεσίνα (οὐρά τῆς Νεμέρτσικας) καί τά 800 καί 797. Ἔτσι οἱ Ρουφιάνοι ἔχουν μόνον τά Τρία Αὐγά τώρα. Αἰχμάλωτοι 600 (παρακαλῶ). Αὔριο βράδυ φεύγουμε γιά ἐμπρός. Στό Τεπελένι 1.000 αἰχμάλωτοι, 5.000 νεκροί ἀπό ἰταλικό πυρ/κό, ἡ γέφυρα κατεστράφη, 1.500 ἀπεκλήσθησαν. Ἐντός τῶν ἡμερῶν θά τούς πάρει ὁ διάολος.
ΚΥΡΙΑΚΗ 9/3/1941
Ἀπό τίς 6 τό πρωί ἦλθαν τά Στοῦκας καί βομβαρδιστικά καί ἐβομβάρδισαν μέ λύσσα τήν πρώτη γραμμή. Τό Ἰταλικό Πυροβολικό ἔβαλλε φρικτά. Στάς 7 ἄρχισε ἡ ἐπίθεσις. Διαθέτουμε 1 πολυβόλο καί 3 ὁπλ/λα, 30 τουφέκια καί 120 χειροβομβίδες. Τά ὁπλοπολυβόλα ἄχρηστα, τό πολυβόλο χωρίς Πυρομαχικά. Οἱ χειροβομβίδες ἐτελείωσαν. Ὄρθιοι ἔξω τό στῆθος ἀπό τό χαράκωμα, μέ τά τουφέκια τούς ἐγυρίζαμε πίσω καί μέ τό «Ἀέρα». Αὐτοί ἦσαν τουλάχιστον 400. Εἴχαμε νεκρούς καί τραυματίας. Ἐμείναμε 15 δίχως μία σφαίρα. Τότε… ὀπισθοχώρησις ἀδύνατον. Ἦλθαν μαινόμενοι καί μᾶς ἔπιασαν. Μᾶς ἔγδυσαν, μοῦ ἔρριξαν δυό χειροβομβίδες στά πόδια. Μοῦ ἐκόλλησαν Λόγχες στά στήθη, πιστόλι στό κεφάλι. Ἐν τέλει μέ ὠδήγησαν μέ ἄλλους 3, ὁ εἱς τραυματίας, τή νύχτα στό Σύνταγμα (ρετζιμέντο). Ἐκεῖ μοῦ ἔδωσαν κρασί, κονσέρβες, ψωμάκια, τσιγάρα. Ἔπειτα ἀνάκρισις ἀπό ἑλληνομαθῆ Ἰταλό. Τή νύχτα ἄυπνοι ἔξω. Συζήτησα Γαλλικά μέ Ἀξιωματικούς
Μετά την αιχμαλωσία του ο Καλμπούρος, μαζί με άλλους συμπολεμιστές του, μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για καταναγκαστική εργασία σε εργοστάσιο απορριμμάτων κοντά στο Μιλάνο. Οι σχέσεις φιλίας που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της αιχμαλωσίας με τους Ιταλούς δεσμοφύλακες, είχε ως αποτέλεσμα να τους βοηθήσουν να δραπετεύσουν το 1943 και μέσα από μία περιπετειώδη καταδίωξη να βρεθούν στην Ελβετία, όπου οι Αρχές τους παρείχαν άσυλο. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β΄ Π.Π. το 1944.