του Κώστα Διαμαντόπουλου: Το νέο ΕΣΥ και η ανασύσταση του μίγματος χρηματοδότησης
Το νέο ΕΣΥ και η ανασύσταση του μίγματος χρηματοδότησης
του Κώστα Διαμαντόπουλου[1]
Η συζήτηση για τις δαπάνες υγείας είναι ενδιαφέρουσα αν και συνήθως επικεντρώνεται στο ύψος των δημοσίων δαπανών και τη διαχρονική τους απόκλιση από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των χωρών του ΟΟΣΑ.
Την περασμένη βδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ δημοσιοποίησε στοιχεία για τις δαπάνες υγείας του 2019, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι την περίοδο 2015-2019 καταγράφεται αύξηση των δημοσίων δαπανών σε τρέχουσες τιμές κατά 5% με όχημα κυρίως τον ΕΟΠΥΥ και την κοινωνική ασφάλιση. Η αύξηση αυτή συντελέστηκε σ’ ένα περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον ανακόπτοντας την κατακρήμνιση των δημοσίων δαπανών της περιόδου 2010-2014.
Είναι προφανές ότι όσο αυτονόητη είναι η περαιτέρω αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας ώστε να συγκλίνουν με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (δυο περίπου μονάδες του ΑΕΠ είναι η απόσταση), το ίδιο επιβεβλημένη είναι η ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων οικονομικών πόρων.
Σε προηγούμενο κείμενό[2] μας αναφερθήκαμε στον αόρατο γορίλα του συστήματος υγείας και συγκεκριμένα στο υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών το οποίο το 2019 υπολογίστηκε σε 39,9% (35,2% ιδιωτικές πληρωμές και 4,7% ιδιωτική ασφάλιση).
Δεν είναι όμως ο μοναδικός. Οι δαπάνες υγείας, δημόσιες και ιδιωτικές, χαρακτηρίζονται από νοσοκομειοκεντρικό προσανατολισμό που όμοιος του δεν παρατηρείται σε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Το 2018 το ποσοστό αυτό ήταν στο 42% περίπου με μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ 24%. Ακόμα κι αν αφαιρεθούν οι ιδιωτικές δαπάνες για νοσοκομειακή περίθαλψη και η ανάλυση περιοριστεί στις δημόσιες, το ποσοστό παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των συγκεκριμένων χωρών (26% με μέσο όρο 21%).
Δεν είναι μόνο ότι οι άλλοι ξοδεύουν περισσότερα, τα ξοδεύουν και με διαφορετικό τρόπο.
Όταν ο αριθμός των νοσηλευόμενων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση) μειώνεται ( -7% την περίοδο 2013-2015 σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ[3]), ο αριθμός των νοσηλευόμενων σε συνθήκες ημερήσιας νοσηλείας αυξάνεται (+12,57% την ίδια περίοδο) και οι ημέρες νοσηλείας συμπιέζονται (-15% την ίδια περίοδο), η επιμονή στον πληθωρισμό νοσηλευτικών κλινών (δεν αναφερόμαστε σε κλίνες ΜΕΘ που πραγματικά χρειάζονται περισσότερες που δε θα είναι όμως μιας χρήσης όπως οι περισσότερες από εκείνες που αναπτύχθηκαν πρόσφατα) είναι μια φενάκη.
Μόνο στην Ηλεία την περίοδο 2016-2019 οι ημέρες νοσηλείας στις Νοσηλευτικές Μονάδες Πύργου και Αμαλιάδας μειώθηκαν κατά 13,84%.
Είναι προφανές ότι η ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας με στρατηγικό στόχο την καθολική κάλυψη του πληθυσμού και τη μείωση των ανισοτήτων προϋποθέτει μεταξύ άλλων και πέραν της αναγκαίας αύξησης των δημοσίων δαπανών, δίκαιη κατανομή οικονομικών, ανθρώπινων και τεχνολογικών πόρων με έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, την αποκατάσταση, την ανακουφιστική φροντίδα, την ψυχική υγεία και τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Η εμπειρία της πανδημίας, των κατακτήσεων αλλά και των διαχρονικών αδυναμιών του ΕΣΥ σε συνδυασμό με τα σύγχρονα επιδημιολογικά δεδομένα, τις επιστημονικές εξελίξεις και τις αναδυόμενες ανάγκες του πληθυσμού επιβάλλουν μια διαφορετική μέθοδο οργάνωσης και χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας.
[3] Τα αποτελέσματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για την κλειστή νοσοκομειακή περίθαλψη του 2015 δημοσιεύτηκαν στις 10 Μαρτίου 2021. Από το 2013 η επεξεργασία των στοιχείων αφορά το σύνολο των νοσηλευόμενων με αναλυτική καταγραφή όσων νοσηλεύονται με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση και όσων νοσηλεύονται στα πλαίσια της ημερήσιας νοσηλείας.
[1] Ο Κώστας Διαμαντόπουλος είναι Οδοντίατρος, MSc, πρώην Διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Ηλείας και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας.